ασπούδαστος — ασπούδαστος, η, ο και ασπούδαχτος, η, ο αυτός που δε σπούδασε κανονικά, ο ανεκπαίδευτος: Ασπούδαχτος αυτός, έβαζε κάτω σπουδαγμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπούδαστος — η, ο (Α ἀσπούδαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος 2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα αρχ. 1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο… … Dictionary of Greek
κἀσπούδαστος — ἀσπούδαστος , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπουδάστως — ἀσπούδαστος not zealously pursued adverbial ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπούδαστον — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc sg ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπουδάστου — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπουδάστων — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπούδαστα — ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπούδαστ' — ἀσπούδαστα , ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl ἀσπούδαστε , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπουδος — ἄσπουδος, ον (Α) [σπουδή] Ι. 1. αυτός που δεν επιδιώκει κάτι σπουδαίο, που δεν έχει φιλοδοξίες 2. εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να επιζητεί, ρ ασπούδαστος 3. ο αμελής, ο ράθυμος II. επίρρ. ἀσπούδως χωρίς φροντίδα, αμελώς … Dictionary of Greek