ἀσπούδαστος

ἀσπούδαστος
ἀσπούδ-αστος, ον,
A not zealously pursued or courted,

γυνή E.Fr. 501

; ἀσπούδαστα, τά, matters of no interest, Hp.Ep.17.
2 not to be sought for, mischievous,

σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913

, IT 202.
II [voice] Act., not in earnest, τὸ ἀ. want of earnestness,

περί τι D.H. 5.72

. Adv.

-τως

carelessly,

Ael.NA10.30

, PFlor.187.3 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασπούδαστος — ασπούδαστος, η, ο και ασπούδαχτος, η, ο αυτός που δε σπούδασε κανονικά, ο ανεκπαίδευτος: Ασπούδαχτος αυτός, έβαζε κάτω σπουδαγμένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασπούδαστος — η, ο (Α ἀσπούδαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος 2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα αρχ. 1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο… …   Dictionary of Greek

  • κἀσπούδαστος — ἀσπούδαστος , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπουδάστως — ἀσπούδαστος not zealously pursued adverbial ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπούδαστον — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc sg ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπουδάστου — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπουδάστων — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπούδαστα — ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπούδαστ' — ἀσπούδαστα , ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl ἀσπούδαστε , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπουδος — ἄσπουδος, ον (Α) [σπουδή] Ι. 1. αυτός που δεν επιδιώκει κάτι σπουδαίο, που δεν έχει φιλοδοξίες 2. εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να επιζητεί, ρ ασπούδαστος 3. ο αμελής, ο ράθυμος II. επίρρ. ἀσπούδως χωρίς φροντίδα, αμελώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”